κυρώσει

κυρώσει
κῡρώσει , κύρωσις
ratification
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κῡρώσεϊ , κύρωσις
ratification
fem dat sg (epic)
κῡρώσει , κύρωσις
ratification
fem dat sg (attic ionic)
κῡρώσει , κυρόω
confirm
aor subj act 3rd sg (epic)
κῡρώσει , κυρόω
confirm
fut ind mid 2nd sg
κῡρώσει , κυρόω
confirm
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκυρώσει — ἀκυρόω cancel aor subj act 3rd sg (epic) ἀκυρόω cancel fut ind mid 2nd sg ἀκυρόω cancel fut ind act 3rd sg ἀ̱κυρώσει , ἀκυρόω cancel futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱κυρώσει , ἀκυρόω cancel futperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρωση — Ο όρος στη γενική του σημασία υπονοεί τις συνέπειες μιας συμπεριφοράς αντίθετης προς το πρότυπο που επικρατεί κοινωνιολογικά και χρησιμοποιείται τόσο από την αρνητική όσο και από τη θετική πλευρά της, είτε δηλαδή ως τιμωρία είτε ως ανταμοιβή που… …   Dictionary of Greek

  • Συνθήκη μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων — Διεθνής συνθήκη που καταρτίστηκε από την Επιτροπή Αφοπλισμού του OHE, με σκοπό να περιοριστεί ο αριθμός των χωρών που κατέχουν πυρηνικά όπλα και να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες σύγκρουσης όπου θα χρησιμοποιούνταν τέτοια όπλα. Η συνθήκη αυτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”